Το γλαύκωμα είναι μια οπτική νευροπάθεια η οποία οδηγεί σε απώλεια οπτικού πεδίου και άρα τύφλωση.
Δεν δίνει συμπτώματα, και γι’ αυτό τον λόγο είναι πάρα πολύ επικίνδυνο.
Για χρόνια πιστεύαμε ότι ο κύριος παράγων κινδύνου ήταν η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση.
Τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αλλάξει, καθώς έχουμε παρατηρήσει ότι υπάρχουν ασθενείς με χαμηλές πιέσεις οι οποίοι αναπτύσσουν γλαυκωματικές βλάβες, πάσχοντας από αυτό που λέγεται γλαύκωμα χαμηλής πιέσεως.
Αντιθέτως υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι δεν αναπτύσσουν γλαυκωματικές βλάβες, παρά το γεγονός ότι έχουν πιέσεις πάνω από είκοσι, πάσχοντας από την λεγόμενη οφθαλμική υπερτονία. Εάν όμως η ενδοφθάλμια πίεση αφεθεί υψηλή, τελικά καταλήγει σε βλάβη του οπτικού νεύρου, και άρα γλαύκωμα.
Ο μηχανισμός αύξησης της πιέσεως είναι πολύπλοκος. Το υδατοειδές υγρό παράγεται από το ακτινωτό σώμα, κυκλοφορεί ανάμεσα στον φακό και την ίριδα, περνάει μέσα από την κόρη του ματιού και αποχετεύεται από την γωνία που δημιουργεί ο σκληρός χιτώνας με την ίριδα. Όταν υπάρχει δυσκολία αποχέτευσης του υδατοειδούς υγρού, ανεβαίνει η ενδοφθάλμια πίεση. Η αύξηση αυτή καταστρέφει το οπτικό νεύρο και δημιουργεί το γλαύκωμα.
Άλλοι παράγοντες οι οποίοι υπεισέρχονται στο να δημιουργηθεί μία βλάβη γλαυκωματικού τύπου στο οπτικό νεύρο, είναι η αιματική ροή του κόγχου κ.α.
Η γωνία αποχέτευσης μπορεί να είναι ανοικτή ή κλειστή, και έτσι τα γλαυκώματα χωρίζονται σε γλαυκώματα ανοικτής ή κλειστής γωνίας. Η κλινική τους συμπεριφορά αλλά και η διαχείρισή τους είναι διαφορετικές ανάλογα με τον τύπο τους. Και τα δύο όμως οδηγούν σε μια μη αναστρέψιμη απώλεια οράσεως και οπτικού πεδίου.
Είναι πάρα πολύ σημαντική η οφθαλμολογική εξέταση σε τακτά χρονικά διαστήματα. Ιδιαίτερα τα γλαυκώματα ανοικτής γωνίας, τα οποία είναι σε μεγάλο βαθμό κληρονομικά, θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.
Όποιος έχει εξ’ αίματος συγγενή, έστω και μακρινό, που πάσχει από γλαύκωμα ανοικτής γωνίας, θα πρέπει να ελέγχεται μία φορά κάθε δύο χρόνια πριν την ηλικία των σαράντα, και μία φορά τον χρόνο μετά την ηλικία των σαράντα, προκειμένου να διαπιστωθεί το οποιοδήποτε πρώιμο στοιχείο του γλαυκώματος.
Η αξιολόγηση του γλαυκωματικού ασθενούς γίνεται με πλήρη οφθαλμολογική εξέταση, γωνιοσκοπία, παχυμετρία κερατοειδούς και απεικονιστικές μελέτες του οπτικού νεύρου ( οπτικά πεδία ή και οπτική τομογραφία – OCT ).
Η θεραπεία του γλαυκώματος έχει ως σκοπό την επιβράδυνση της απώλειας της οράσεως. Προς το παρόν η επιστήμη δεν έχει επιτύχει την ανάταξη γλαυκωματικών βλαβών.
Η θεραπεία συνίσταται σε φαρμακευτική αγωγή με κολλύρια, Laser ή χειρουργικές επεμβάσεις με νυστέρι.
Η έγκαιρη αντιμετώπιση του γλαυκώματος είναι αυτή που εξασφαλίζει καλύτερη ποιότητα οράσεως και επομένως καλύτερη ποιότητα ζωής.
Συμβουλευθείτε μας για την έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση του γλαυκώματος.